εὐχερές

εὐχερές
εὐχερής
tolerant of
masc/fem voc sg
εὐχερής
tolerant of
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ευχερής — ές (ΑΜ εὐχερής, ές) αυτός τον οποίο εύκολα χειρίζεται κάποιος, αυτός που γίνεται ή πραγματοποιείται εύκολα, ο εύκολος, ο άκοπος μσν. ικανός σε κάτι αρχ. 1. (για πρόσ. και ζώα) α) ενδοτικός, υποχωρητικός, εύκολος, βολικός β) επιδέξιος, επιτήδειος …   Dictionary of Greek

  • непраздьныи — (10*) пр. 1.Деятельный, неутомимый: привлачимъ васъ въ смиреномд҃рие. и понужаимъ на послушанье. непраздномъ быти. любы. (ἐνεργεῖν) ФСт XIV, 141а; непраздьно средн. в сост. сказ. Нелегко: бѣ же непраздьно се ѡц҃ю. ни пакы же зѣло мощьно. по мѹжѹ… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • озълоблениѥ — ОЗЪЛОБЛЕНИ|Ѥ (40), ˫А с. 1.Страдание, мучение, истязание: и се. и колико подъ˫атъ исповѣда˫а по р˫адꙊ… и всѣхъ инѣхъ ѡзлоблѥнии въ телеси. (κακώσεις) ЖФСт к. XII, 161; гладъ и озълоблениѥ отъ насъ отъженѣта. СкБГ XII, 17в; нѹждею нѣкою. приведени …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • ευδρομία — εὐδρομία, ἡ (ΑΜ, Α και ιων. τ. εὐδρομίη) [εύδρομος] ευχερές βάδισμα μσν. 1. τίμια και ενάρετη ζωή 2. φρ. «εὐδρομία γλώττης» φλυαρία αρχ. ταχύτητα («εὐδρομία πλόου») …   Dictionary of Greek

  • ευτυκής — εὐτυκής, ές (Α) (κατά τον Ησύχ.) «εὐτυχές εὐεργές, εὐχερές, εὐποίητον, ῥᾴδιον». επίρρ... εὐτυκῶς (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ῥᾳδίως». [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + τύκος (ο) «τσεκούρι, όργανο για σμίλευση»] …   Dictionary of Greek

  • ευχεραίνω — [ευχερής] καθιστώ κάτι ευχερές, ευκολύνω («η νέα μέθοδος ευχεραίνει την εργασία») …   Dictionary of Greek

  • κατευχειρίζω — και κατευχερίζω (Α) καθιστώ κάτι ευχερές, απαλλάσσω από δυσχέρειες. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + *εὐχε(ι)ρίζω (< εὐχερής)] …   Dictionary of Greek

  • παραδειγματάκι — το [παράδειγμα] μικρό ή ευχερές παράδειγμα …   Dictionary of Greek

  • μέτρηση και μέτρο — Στις φυσικές επιστήμες υπάρχει ένας σαφής διαχωρισμός μεταξύ των εννοιών του μέτρου και της μέτρησης ενός μεγέθους. Μέτρηση είναι μια διαδικασία ή ένα σύνολο από διαδικασίες, που επιτρέπει να προσδιορίσουμε την αριθμητική τιμή (δηλαδή το μέτρο)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”